Όταν σε ρωτάνε... ακόμα...

Με ρώτησε η Mαρία γιατί θηλάζω *ακόμα*, δεν ωφελεί σε τίποτα ισχυρίζεται.

Με ρώτησε ο Παύλος γιατί κοιμάσαι *ακόμα* στο μάρσιππο. Θα με κακομάθεις με προειδοποίησε.

Με ρώτησε η θεία Κούλα γιατί δεν σε αφήνω να κλαις στην κούνια και ταλαιπωρούμαι *ακόμα*.

Ρωτάνε αλλά δεν έχουν σκοπό να ακούσουν.

Αν με άκουγαν θα τους έλεγα ότι όταν σε βλέπω να θηλάζεις *ακόμα*, νιώθω ζέστη στην καρδιά μου.

Αν με άκουγαν θα τους έλεγα ότι όταν σε έχω στο μάρσιππο *ακόμα* και σε κοιμίζω νιώθω ότι σου δίνω την επαφή και την ασφάλεια που χρειάζεσαι.

Αν με άκουγαν θα τους έλεγα ότι δεν σε αφήνω να κλαις στην κούνια γιατί η επιστημονική κοινότητα έχει αποδείξει ότι οταν κλαις και δεν ανταποκρίνομαι, τροποποιείται αρνητικά ο εγκέφαλος σου.

Ρωτάνε αλλά δεν μπορούν να ακούσουν τις απαντήσεις μου.

Ρωτάνε αλλά δεν θέλουν να μάθουν.

Ρωτάνε γιατί κάπου μέσα τους, πονάνε, *ακόμα*.

Πονάνε και μου πετάνε στην μούρη ένα μπερδεμένο κουβάρι.

Οπότε δεν νευριάζω όπως παλιά.

Θυμάμαι πως έχω κάτι στο φούρνο, *ακόμα*.

Ή όταν έχω κι εγώ τη διάθεση, μαζεύω το κουβάρι και ξεκινάω το ξετίλιγμα.

Ρωτάω με τη σειρά μου τότε κι εγώ:

- Ανησυχείς ε;

Και μετά ακούω τι έκρυβε τελικά η ερώτηση.

Κάτι που δεν έχει να κάνει με μένα, ούτε με το παιδί μου.

Κάτι δικό τους.

Τυλιγμένο. *Ακόμα*.